Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈlaja]

λόχμη κατάλληλη για κόψιμο πασσάλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palafreno palamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)
palafreniere (ουσ αρσ )
palafreno (ουσ αρσ )
palaia (θηλ.ουσ)
palamento (ουσ αρσ )
palamidone (ουσ αρσ )
palamita (θηλ.ουσ)
palamite (ουσ αρσ )
palamito (ουσ αρσ )
palanca (θηλ.ουσ)
palanchino (ουσ αρσ )
palanco (ουσ αρσ )
palancola (θηλ.ουσ)
palandrana (θηλ.ουσ)
palare (ρ. μτβ.)
palata (θηλ.ουσ)
palatale (θηλ. επίθ και ουσ)
palatalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---