Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalafréno, palafrèno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palaˈfreno], [palaˈfrɛno] 1 άλογο καλό για ίππευση 2 μικρός ήμερος ίππος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |