Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpakistàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pakisˈtano] 1 Πακιστανός 2 κάτοικος του Πακιστάν pakistàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pakisˈtano] πακιστανικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |