Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpagùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈguro] 1 καβούρι 2 πάγουρος 3 τσαγανός 4 πάγουρας οικογένειας paguridae 5 κάβουρας Pagurus 6 πάγουρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |