Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pagùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈguro]

1 καβούρι
2 πάγουρος
3 τσαγανός
4 πάγουρας οικογένειας paguridae
5 κάβουρας Pagurus
6 πάγουρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pagoda paidologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pagliuzza (θηλ.ουσ)
pagnotta (θηλ.ουσ)
pago (ουσ αρσ )
pago (επίθ.)
pagoda (θηλ.ουσ)
paguro (ουσ αρσ )
paidologia (θηλ.ουσ)
paillard (θηλ.ουσ)
paillette (θηλ.ουσ)
paio (ουσ αρσ )
paiolata (θηλ.ουσ)
paiolo (ουσ αρσ )
pakistano (ουσ αρσ )
pakistano (επίθ.)
pala (θηλ.ουσ)
paladino (ουσ αρσ )
palafitta (θηλ.ουσ)
palafittare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palafitticolo (ουσ αρσ )
palafitticolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---