Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpago] 1 αγροτική περιοχή 2 περιφέρεια (επαρχία) pàgo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpago] 1 ευχαριστημένος 2 ικανοποιημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |