Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpaglìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paʎˈʎino] ψάθα καρέκλας paglìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paʎˈʎino] αχυρένιος στο χρώμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |