Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappassiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appassiˈmento] 1 μάρανση 2 ξεθώριασμα (πχ της ομορφιάς) 3 μαρασμός 4 μάραμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |