Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappassionàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appassjoˈnato] 1 θιασώτης 2 ένθερμος υποστηρικτής 3 λάτρης 4 θεριακλής 5 οπαδός appassionàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [appassjoˈnato] παθιασμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere appassionato di qualcosa = είμαι παθιασμένος με κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |