Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appassionànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [appassjoˈnante]

1 αφυπνιστικός
2 που προκαλεί απορρόφηση
3 ερεθιστικός
4 ανατριχιαστικός
5 παθιάρικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appassimento appassionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appartato (αρσ. επίθ και ουσ)
appartenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
appartenenza (θηλ.ουσ)
appartenere (ρ.αμτβ.)
appassimento (ουσ αρσ )
appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassionato (ουσ αρσ )
appassionato (επίθ.)
appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)
appellante (ουσ αρσ και θηλ.)
appellante (επίθ.)
appellare (ρ. μτβ.)
appellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appellativo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---