Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appartàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [apparˈtato]

1 μονήρης
2 παράμερος
3 ερημικός
4 απομονωμένος
5 χωριστός
6 απόμακρος
7 απόκεντρος
8 ξεκομμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appartarsi appartenente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appariscenza (θηλ.ουσ)
apparizione (θηλ.ουσ)
appartamento (ουσ αρσ )
appartare (ρ. μτβ.)
appartarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appartato (αρσ. επίθ και ουσ)
appartenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
appartenenza (θηλ.ουσ)
appartenere (ρ.αμτβ.)
appassimento (ουσ αρσ )
appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassionato (ουσ αρσ )
appassionato (επίθ.)
appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---