Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appassionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appassjoˈnare]

1 συγκινούμαι
2 εμπνέω πόθο ή πάθος
3 εγείρω πάθος
4 παθιάζω

appassionàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appassjoˈnarsi]

1 πικραίνομαι
2 ενθουσιάζομαι
3 παθιάζομαι
4 θλίβομαι
5 στενοχωρούμαι
6 βαρυκαρδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appassionante appassionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appartenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
appartenenza (θηλ.ουσ)
appartenere (ρ.αμτβ.)
appassimento (ουσ αρσ )
appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassionato (ουσ αρσ )
appassionato (επίθ.)
appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)
appellante (ουσ αρσ και θηλ.)
appellante (επίθ.)
appellare (ρ. μτβ.)
appellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appellativo (αρσ. επίθ και ουσ)
appellato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---