Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appellànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [appelˈlante]

πρόσωπο που καταθέτει έφεση

appellànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [appelˈlante]

που καταθέτει έφεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appellabilità appellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)
appellante (ουσ αρσ και θηλ.)
appellante (επίθ.)
appellare (ρ. μτβ.)
appellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appellativo (αρσ. επίθ και ουσ)
appellato (αρσ. επίθ και ουσ)
appello (ουσ αρσ )
appena (επίρ.)
appendere (ρ. μτβ.)
appendice (θηλ.ουσ)
appendicectomia (θηλ.ουσ)
appendicite (θηλ.ουσ)
Appennini (ουσ αρσ πληθ.)
appesantimento (ουσ αρσ )
appesantire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---