Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappesantìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [appesanˈtire] 1 κάνω κάτι ανιαρό 2 κάνω κάτι βαρύτερο 3 αυξάνω το βάρος appesantìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [appesanˈtirsi] 1 παχαίνω 2 χοντραίνω 3 βαραίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |