Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appetènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [appeˈtɛntsa]

1 επιθυμία
2 όρεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appestato appetibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appeso (αρσ. επίθ και ουσ)
appestare (ρ. μτβ.)
appestarsi (ρ.μ. (αντων.))
appestato (ουσ αρσ )
appestato (επίθ.)
appetenza (θηλ.ουσ)
appetibile (αρσ. επίθ και ουσ)
appetibilità (θηλ.ουσ)
appetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appetito (ουσ αρσ )
appetitoso (επίθ.)
appezzamento (ουσ αρσ )
appezzare (ρ. μτβ.)
appianamento (ουσ αρσ )
appianare (ρ. μτβ.)
appianarsi (ρ.μ. (αντων.))
appianatoia (θηλ.ουσ)
appianatoio (ουσ αρσ )
appiattamento (ουσ αρσ )
appiattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---