Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appiattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appjattaˈmento]

1 απόκρυψη
2 σκύψιμο
3 κρύψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appianatoio appiattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appianamento (ουσ αρσ )
appianare (ρ. μτβ.)
appianarsi (ρ.μ. (αντων.))
appianatoia (θηλ.ουσ)
appianatoio (ουσ αρσ )
appiattamento (ουσ αρσ )
appiattare (ρ. μτβ.)
appiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiattimento (ουσ αρσ )
appiattire (ρ. μτβ.)
appiattirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccagnolo (ουσ αρσ )
appiccare (ρ. μτβ.)
appiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
appiccicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appiccicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccicaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
appiccicatura (θηλ.ουσ)
appiccichino (ουσ αρσ )
appiccicoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---