Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappiccicóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [appitʧiˈkoso], [appitʧiˈkozo] 1 κολλώδης 2 κολλητός 3 προσκολλημένος συναισθηματικά 4 επικαλυμμένος με κόλλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |