Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appiccicóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [appitʧiˈkoso], [appitʧiˈkozo]

1 κολλώδης
2 κολλητός
3 προσκολλημένος συναισθηματικά
4 επικαλυμμένος με κόλλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appiccichino appicco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appiccicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appiccicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccicaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
appiccicatura (θηλ.ουσ)
appiccichino (ουσ αρσ )
appiccicoso (επίθ.)
appicco (ουσ αρσ )
appiè (επίρ.)
appiedare (ρ. μτβ.)
appiedato (επίθ.)
appieno (επίρ.)
appigionamento (ουσ αρσ )
appigionare (ρ. μτβ.)
appigliare (ρ. μτβ.)
appigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiglio (ουσ αρσ )
appio (ουσ αρσ )
appiombo (ουσ αρσ )
appiombo (επίρ.)
appioppare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---