Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈpiʎʎo]

1 ευκαιρία
2 δικαιολογία
3 πρόφαση
4 υποστήριγμα
5 κράτημα
6 πρόσχημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appigliarsi appio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appieno (επίρ.)
appigionamento (ουσ αρσ )
appigionare (ρ. μτβ.)
appigliare (ρ. μτβ.)
appigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiglio (ουσ αρσ )
appio (ουσ αρσ )
appiombo (ουσ αρσ )
appiombo (επίρ.)
appioppare (ρ. μτβ.)
appisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appisolato (επίθ.)
applaudire (ρ. μτβ.)
applauditore (αρσ. επίθ και ουσ)
applauso (ουσ αρσ )
applausometro (ουσ αρσ )
applicabile (επίθ.)
applicabilità (θηλ.ουσ)
applicare (ρ. μτβ.)
applicarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---