Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappioppàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [appiopˈpare] 1 πασάρω κάτι άχρηστο ή δεύτερο 2 ξεφορτώνομαι κάτι 3 ρίχνω (πχ ένα χαστούκι) 4 φυτεύω λεύκες 5 δίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |