Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appioppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appiopˈpare]

1 πασάρω κάτι άχρηστο ή δεύτερο
2 ξεφορτώνομαι κάτι
3 ρίχνω (πχ ένα χαστούκι)
4 φυτεύω λεύκες
5 δίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appiombo appisolarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiglio (ουσ αρσ )
appio (ουσ αρσ )
appiombo (ουσ αρσ )
appiombo (επίρ.)
appioppare (ρ. μτβ.)
appisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appisolato (επίθ.)
applaudire (ρ. μτβ.)
applauditore (αρσ. επίθ και ουσ)
applauso (ουσ αρσ )
applausometro (ουσ αρσ )
applicabile (επίθ.)
applicabilità (θηλ.ουσ)
applicare (ρ. μτβ.)
applicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
applicato (ουσ αρσ )
applicato (επίθ.)
applicazione (θηλ.ουσ)
appoderamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---