Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appièno  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [apˈpjɛno]

1 λεπτομερώς
2 εκτενώς
3 προσεκτικά
4 επιμελώς
5 τελείως
6 πλήρως
7 εξαντλητικά
8 εντελώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appiedato appigionamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appiccicoso (επίθ.)
appicco (ουσ αρσ )
appiè (επίρ.)
appiedare (ρ. μτβ.)
appiedato (επίθ.)
appieno (επίρ.)
appigionamento (ουσ αρσ )
appigionare (ρ. μτβ.)
appigliare (ρ. μτβ.)
appigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiglio (ουσ αρσ )
appio (ουσ αρσ )
appiombo (ουσ αρσ )
appiombo (επίρ.)
appioppare (ρ. μτβ.)
appisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appisolato (επίθ.)
applaudire (ρ. μτβ.)
applauditore (αρσ. επίθ και ουσ)
applauso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---