Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appigionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appiʤoˈnare]

1 ενοικιάζω
2 μισθώνω
3 νοικιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appigionamento appigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appiè (επίρ.)
appiedare (ρ. μτβ.)
appiedato (επίθ.)
appieno (επίρ.)
appigionamento (ουσ αρσ )
appigionare (ρ. μτβ.)
appigliare (ρ. μτβ.)
appigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiglio (ουσ αρσ )
appio (ουσ αρσ )
appiombo (ουσ αρσ )
appiombo (επίρ.)
appioppare (ρ. μτβ.)
appisolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appisolato (επίθ.)
applaudire (ρ. μτβ.)
applauditore (αρσ. επίθ και ουσ)
applauso (ουσ αρσ )
applausometro (ουσ αρσ )
applicabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---