Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappiccicatìccio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [appitʧikaˈtitʧo] 1 κολλητός 2 κολλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |