Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappiccàgnolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appikˈkaɲɲolo] 1 πρόσχημα 2 αρπάγη 3 πρόφαση 4 δικαιολογία 5 γάντζος 6 κρεμάστρα 7 αγκίστρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |