Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appiccàgnolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appikˈkaɲɲolo]

1 πρόσχημα
2 αρπάγη
3 πρόφαση
4 δικαιολογία
5 γάντζος
6 κρεμάστρα
7 αγκίστρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appiattirsi appiccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appiattare (ρ. μτβ.)
appiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiattimento (ουσ αρσ )
appiattire (ρ. μτβ.)
appiattirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccagnolo (ουσ αρσ )
appiccare (ρ. μτβ.)
appiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
appiccicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appiccicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiccicaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
appiccicatura (θηλ.ουσ)
appiccichino (ουσ αρσ )
appiccicoso (επίθ.)
appicco (ουσ αρσ )
appiè (επίρ.)
appiedare (ρ. μτβ.)
appiedato (επίθ.)
appieno (επίρ.)
appigionamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---