Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappiccicàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [appitʧiˈkare] κολλώ appiccicàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [appitʧiˈkarsi] 1 κολλιέμαι 2 προσκολλιέμαι (σαν βδέλλα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |