Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappetitóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [appetiˈtoso], [appetiˈtozo] 1 που διεγείρει την όρεξη 2 που προκαλεί πόθο 3 λαχταριστός 4 ορεκτικός 5 προκλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |