Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappetìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appeˈtito] η όρεξη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbuon appetito! [αρσ.] = καλή όρεξη! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |