Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appetìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appeˈtito]

η όρεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appetire appetitoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buon appetito! [αρσ.] = καλή όρεξη!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appestato (επίθ.)
appetenza (θηλ.ουσ)
appetibile (αρσ. επίθ και ουσ)
appetibilità (θηλ.ουσ)
appetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appetito (ουσ αρσ )
appetitoso (επίθ.)
appezzamento (ουσ αρσ )
appezzare (ρ. μτβ.)
appianamento (ουσ αρσ )
appianare (ρ. μτβ.)
appianarsi (ρ.μ. (αντων.))
appianatoia (θηλ.ουσ)
appianatoio (ουσ αρσ )
appiattamento (ουσ αρσ )
appiattare (ρ. μτβ.)
appiattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appiattimento (ουσ αρσ )
appiattire (ρ. μτβ.)
appiattirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---