Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappestàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appesˈtato] άρρωστος από χολέρα appestàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [appesˈtato] 1 μολυσμένος 2 διεφθαρμένος 3 χολεριασμένος 4 δύσοσμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |