Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appesˈtare]

1 διαφθείρω
2 βρωμίζω
3 μολύνω
4 χολεριάζω
5 βρομοκοπώ

appestarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [appesˈtarsi]

1 βρωμίζομαι
2 μολύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appeso appestato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Appennini (ουσ αρσ πληθ.)
appesantimento (ουσ αρσ )
appesantire (ρ. μτβ.)
appesantirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appeso (αρσ. επίθ και ουσ)
appestare (ρ. μτβ.)
appestarsi (ρ.μ. (αντων.))
appestato (ουσ αρσ )
appestato (επίθ.)
appetenza (θηλ.ουσ)
appetibile (αρσ. επίθ και ουσ)
appetibilità (θηλ.ουσ)
appetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appetito (ουσ αρσ )
appetitoso (επίθ.)
appezzamento (ουσ αρσ )
appezzare (ρ. μτβ.)
appianamento (ουσ αρσ )
appianare (ρ. μτβ.)
appianarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---