Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appassìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appasˈsire]

1 ξεραίνω
2 μαραίνομαι
3 μαραίνω
4 εξασθενώ

appassìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appasˈsirsi]

1 φθείρομαι
2 μαραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appassionato appassito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassionato (ουσ αρσ )
appassionato (επίθ.)
appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)
appellante (ουσ αρσ και θηλ.)
appellante (επίθ.)
appellare (ρ. μτβ.)
appellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appellativo (αρσ. επίθ και ουσ)
appellato (αρσ. επίθ και ουσ)
appello (ουσ αρσ )
appena (επίρ.)
appendere (ρ. μτβ.)
appendice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---