Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appartenènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [apparteˈnɛntsa]

1 ανταλλακτικό
2 κατάσταση του να είσαι μέλος
3 δικαιοδοσία
4 εξάρτημα
5 κτήμα
6 ιδιοκτησία
7 προσάρτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appartenente appartenere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appartamento (ουσ αρσ )
appartare (ρ. μτβ.)
appartarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appartato (αρσ. επίθ και ουσ)
appartenente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
appartenenza (θηλ.ουσ)
appartenere (ρ.αμτβ.)
appassimento (ουσ αρσ )
appassionante (επίθ.)
appassionare (ρ. μτβ.)
appassionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassionato (ουσ αρσ )
appassionato (επίθ.)
appassire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appassirsi (ρ. μ. αμτβ.)
appassito (επίθ.)
appellabile (επίθ.)
appellabilità (θηλ.ουσ)
appellante (ουσ αρσ και θηλ.)
appellante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---