ItalianoGreco


abbiènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abˈbjɛnte]

1 παραλής
2 καλοστεκούμενος
3 οι ευημερούντες

abbiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abˈbjɛnte]

1 εύπορος
2 ευκατάστατος
3 πλούσιος
4 ευημερών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---