Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbiènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abˈbjɛnte]

1 παραλής
2 καλοστεκούμενος
3 οι ευημερούντες

abbiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abˈbjɛnte]

1 εύπορος
2 ευκατάστατος
3 πλούσιος
4 ευημερών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbiccì abbiettazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbeverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbeverata (θηλ.ουσ)
abbeveratoio (ουσ αρσ )
abbiadare (ρ. μτβ.)
abbiccì (ουσ αρσ )
abbiente (ουσ αρσ και θηλ.)
abbiente (επίθ.)
abbiettazione (θηλ.ουσ)
abbietto (επίθ.)
abbigliamento (ουσ αρσ )
abbigliare (ρ. μτβ.)
abbigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbigliatoio (ουσ αρσ )
abbigliatura (θηλ.ουσ)
abbinamento (ουσ αρσ )
abbinare (ρ. μτβ.)
abbinata (θηλ.ουσ)
abbindolamento (ουσ αρσ )
abbindolare (ρ. μτβ.)
abbindolarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---