ItalianoGreco


abbeveratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbeveraˈtojo]

1 νεροκράτης
2 σκαφίδι ποτίσματος ζώων
3 ποτίστρα
4 μέρος που πίνουν τα ζώα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---