Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbigliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbiʎʎaˈmento] ο ρουχισμός, ο ιματισμός, το ντύσιμο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabbigliamento [αρσ.] da donna = τα γυναικεία ρούχα || abbigliamento [αρσ.] da uomo = τα ανδρικά ρούχα || abbigliamento [αρσ.] per bambino = τα παιδικά ρούχα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |