Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbindolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbindolaˈmento] 1 ταχυδακτυλουργία 2 απάτη 3 μασούρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |