Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbinaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbinaˈmento] 1 σύζευξη 2 ζευγάρωμα 3 συνδυασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |