Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbindolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbindolaˈtore]

ταχυδακτυλουργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbindolarsi abbiosciamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbinare (ρ. μτβ.)
abbinata (θηλ.ουσ)
abbindolamento (ουσ αρσ )
abbindolare (ρ. μτβ.)
abbindolarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbindolatore (ουσ αρσ )
abbiosciamento (ουσ αρσ )
abbiosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbiosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbisciare (ρ. μτβ.)
abbisognare (ρ.αμτβ.)
abbittare (ρ. μτβ.)
abboccamento (ουσ αρσ )
abboccare (ρ.αμτβ.)
abboccarsi (ρ.μ. (αντων.))
abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---