Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbigliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [abbiʎˈʎare] 1 εξωραΐζω 2 στολίζω 3 ντύνω 4 καλλωπίζω abbigliàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [abbiʎˈʎarsi] 1 ντύνομαι 2 σκεπάζομαι με ρούχο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |