Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbigliatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbiʎʎaˈtojo]

τουαλέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbigliarsi abbigliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbiettazione (θηλ.ουσ)
abbietto (επίθ.)
abbigliamento (ουσ αρσ )
abbigliare (ρ. μτβ.)
abbigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbigliatoio (ουσ αρσ )
abbigliatura (θηλ.ουσ)
abbinamento (ουσ αρσ )
abbinare (ρ. μτβ.)
abbinata (θηλ.ουσ)
abbindolamento (ουσ αρσ )
abbindolare (ρ. μτβ.)
abbindolarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbindolatore (ουσ αρσ )
abbiosciamento (ουσ αρσ )
abbiosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbiosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbisciare (ρ. μτβ.)
abbisognare (ρ.αμτβ.)
abbittare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---