Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbiccì  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbitˈʧi]

αλφάβητο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbiadare abbiente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbeverare (ρ. μτβ.)
abbeverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbeverata (θηλ.ουσ)
abbeveratoio (ουσ αρσ )
abbiadare (ρ. μτβ.)
abbiccì (ουσ αρσ )
abbiente (ουσ αρσ και θηλ.)
abbiente (επίθ.)
abbiettazione (θηλ.ουσ)
abbietto (επίθ.)
abbigliamento (ουσ αρσ )
abbigliare (ρ. μτβ.)
abbigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbigliatoio (ουσ αρσ )
abbigliatura (θηλ.ουσ)
abbinamento (ουσ αρσ )
abbinare (ρ. μτβ.)
abbinata (θηλ.ουσ)
abbindolamento (ουσ αρσ )
abbindolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---