Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbeveràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [abbeveˈrata] 1 παροχή νερού 2 σουλάντισμα 3 πότισμα 4 άρδευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |