Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabazìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [abatˈtsia] 1 μονή 2 αβαείο 3 μοναστήρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |