Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abˈbakkjo] 1 αμνός (για σφάξιμο) 2 αρνί (για σφάξιμο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |