ItalianoGreco


abbàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abˈbaʎʎo]

1 γκάφα
2 πλάνη
3 παραίσθηση
4 παρεξήγηση
5 λάθος
6 θάμπωμα
7 σκοτοδίνη
8 ζαλάδα
9 σκότισμα
10 σκοτισμός
11 ψευδαίσθηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---