Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbaiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbaˈjata]

1 γάβγισμα πολλών σκύλων μαζί
2 ουρλιαχτό
3 γαβγίσματα
4 γάβγισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbaiare abbaiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbagliante (επίθ.)
abbagliare (ρ.αμτβ.)
abbaglio (ουσ αρσ )
abbaiamento (ουσ αρσ )
abbaiare (ρ.αμτβ.)
abbaiata (θηλ.ουσ)
abbaiatore (ουσ αρσ )
abbaiatore (επίθ.)
abbaiatura (θηλ.ουσ)
abbaino (ουσ αρσ )
abbaio (ουσ αρσ )
abbaione (ουσ αρσ )
abballare (ρ. μτβ.)
abballinare (ρ. μτβ.)
abballottare (ρ. μτβ.)
abballottatura (θηλ.ουσ)
abbambinare (ρ. μτβ.)
abbambolato (επίθ.)
abbandonamento (ουσ αρσ )
abbandonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---