ItalianoGreco


abballottatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abballottaˈtura]

1 ανάστα ο Κύριος
2 το έλα να δεις
3 συσσωμάτωση μετάλλου (κυρίως σιδήρου) κατά την επεξεργασία του
4 μπέρδεμα
5 μπλέξιμο
6 ανακατωσούρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---