Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbandonàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbandoˈnato]

έκθετο (μωρό)

abbandonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbandoˈnato]

1 ερημικός
2 απομονωμένος
3 αφημένος
4 έκθετος
5 απεριποίητος
6 έρημος
7 εγκαταλειμμένος
8 ερημωμένος
9 μοναχικός
10 ακατοίκητος
11 παραμελημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbandonatamente abbandono  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


solo e abbandonato = επί ξύλου κρεμάμενος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbambolato (επίθ.)
abbandonamento (ουσ αρσ )
abbandonare (ρ. μτβ.)
abbandonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbandonatamente (επίρ.)
abbandonato (ουσ αρσ )
abbandonato (επίθ.)
abbandono (ουσ αρσ )
abbarbagliamento (ουσ αρσ )
abbarbagliare (ρ.αμτβ.)
abbarbaglio (ουσ αρσ )
abbarbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbarbicare (ρ.αμτβ.)
abbarbicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbarcare (ρ. μτβ.)
abbaruffamento (ουσ αρσ )
abbaruffare (ρ. μτβ.)
abbaruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbaruffata (θηλ.ουσ)
abbaruffio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---