ItalianoGreco


abbandonàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbandoˈnato]

έκθετο (μωρό)

abbandonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbandoˈnato]

1 ερημικός
2 απομονωμένος
3 αφημένος
4 έκθετος
5 απεριποίητος
6 έρημος
7 εγκαταλειμμένος
8 ερημωμένος
9 μοναχικός
10 ακατοίκητος
11 παραμελημένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


solo e abbandonato = επί ξύλου κρεμάμενος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---