ItalianoGreco


abbarbicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbarbiˈkare]

1 ενώνω
2 προσάπτω
3 γαντζώνω
4 ριζοβολώ
5 στεριώνω
6 στερεώνω
7 ριζώνω
8 κολλάω

abbarbicàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbarbiˈkarsi]

1 γαντζώνομαι
2 ενώνομαι
3 συνδέομαι στενά
4 προσκολλώμαι
5 στερεώνομαι
6 έχω ισχυρή συναισθηματική εξάρτηση
7 ριζώνω
8 ριζοβολώ
9 στεριώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---