Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbarbàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbarˈbaʎʎo] 1 αμαύρωση 2 συσκότιση της όρασης 3 ζάλη 4 θάμπωμα 5 τύφλωση 6 θάμπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |