Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbaruffaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbaruffaˈmento]

1 ταραχή
2 αναταραχή
3 φασαρία
4 σύγχυση
5 καβγάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbarcare abbaruffare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbarbaglio (ουσ αρσ )
abbarbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbarbicare (ρ.αμτβ.)
abbarbicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbarcare (ρ. μτβ.)
abbaruffamento (ουσ αρσ )
abbaruffare (ρ. μτβ.)
abbaruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbaruffata (θηλ.ουσ)
abbaruffio (ουσ αρσ )
abbassabile (επίθ.)
abbassalingua (ουσ αρσ )
abbassamento (ουσ αρσ )
abbassare (ρ. μτβ.)
abbassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbassato (επίθ.)
abbassatore (επίθ.)
abbasso (επίρ.)
abbasso (επιφ.)
abbastanza (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---