Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbaruffaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbaruffaˈmento] 1 ταραχή 2 αναταραχή 3 φασαρία 4 σύγχυση 5 καβγάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |