Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbambolàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [abbamboˈlato] 1 μισοκοιμισμένος 2 νυσταγμένος 3 με τα μάτια μισόκλειστα (από νύστα ή αρρώστια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |