Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abballottàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abballotˈtare]

1 περιπλέκω
2 τα κάνω μούσκεμα
3 συσσωματώνομαι (για μέταλλο κατά την επεξεργασία του)
4 διαχειρίζομαι άχαρα
5 γυρίζω τα επάνω κάτω
6 αναστατώνω τον κόσμο
7 διαχειρίζομαι αδέξια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abballinare abballottatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbaino (ουσ αρσ )
abbaio (ουσ αρσ )
abbaione (ουσ αρσ )
abballare (ρ. μτβ.)
abballinare (ρ. μτβ.)
abballottare (ρ. μτβ.)
abballottatura (θηλ.ουσ)
abbambinare (ρ. μτβ.)
abbambolato (επίθ.)
abbandonamento (ουσ αρσ )
abbandonare (ρ. μτβ.)
abbandonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbandonatamente (επίρ.)
abbandonato (ουσ αρσ )
abbandonato (επίθ.)
abbandono (ουσ αρσ )
abbarbagliamento (ουσ αρσ )
abbarbagliare (ρ.αμτβ.)
abbarbaglio (ουσ αρσ )
abbarbarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---